- Ελαιεύς
- Αρχαίος δήμος της Αττικής, που ανήκε στην Ιπποθοωντίδα φυλή. Ταυτίζεται από πολλούς με τον δήμο της Ελαιούντας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
Ελαιούντα — Τοπωνυμία της αρχαιότητας. 1. Πόλη και όρμος της Θρακικής χερσονήσου, απέναντι από το Σίγειο. Ήταν αποικία της Τέω, περίφημη για τον τάφο του Πρωτεσίλαου που βρισκόταν εκεί, και για το Πρωτεσιλάειο ιερό το οποίο ήταν αφιερωμένο σε αυτόν. 2.… … Dictionary of Greek